κβάντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κβάντο | τα | κβάντα |
γενική | του | κβάντου | των | κβάντων |
αιτιατική | το | κβάντο | τα | κβάντα |
κλητική | κβάντο | κβάντα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κβάντο ουδέτερο
- ελάχιστη διάκριτη ποσότητα ακτινοβολούμενης ενέργειας από τα άτομα ενός υλικού
- στοιχειώδης μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους που λαμβάνει διάκριτες τιμές
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κβάντο στη Βικιπαίδεια