κληματαριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κληματαριά | οι | κληματαριές |
γενική | της | κληματαριάς | των | κληματαριών |
αιτιατική | την | κληματαριά | τις | κληματαριές |
κλητική | κληματαριά | κληματαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kli.ma.taɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλη‐μα‐τα‐ριά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κληματαριά θηλυκό
- (βοτανική) το κλήμα που μετά από περιποίηση και κλάδεμα έχει απλώσει τα κλαριά του σε δοκάρια ή άλλα στηρίγματα πάνω από το έδαφος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κλήμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αριά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)