κολαούζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολαούζος < (άμεσο δάνειο) τουρκική kılavuz (με τροπή φωνημάτων) + -ος[1] < οθωμανική τουρκική قلاغوز (kılağuz) < παλαιά τουρκική της Ανατολίας قلاغوز (qulağuz / qulavuz)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ko.laˈu.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λα‐ού‐ζος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολαούζος αρσενικό
- αυτός που προπορεύεται και δείχνει το δρόμο προς έναν τόπο, ο οδηγός σε πορεία
- ※ Αν δεν το ξέρει ο καπετάνιος καλά το πέρασμα, δεν μπορεί να περάσει χωρίς κολαούζο. (Στρατής Δούκας Τα Μοσκονήσια, η χαμένη μου πατρίδα [διήγημα])
- (μεταφορικά) ο φορτικός άνθρωπος, που προσκολλάται δίπλα σε κάποιον και του κάνει τα θελήματα
- ο σπειροτόμος ή ο ελικοτόμος, εργαλείο διάνοιξης εσωτερικού σπειρώματος (αρσενικό)
Παροιμίες[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κολαούζο (ουδέτερο, εργαλείο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κολαούζος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κολαούζος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά τουρκικά της Ανατολίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)