κρεβατοκάμαρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρεβατοκάμαρα θηλυκό
- το υπνοδωμάτιο, το δωμάτιο του σπιτιού που είναι επιπλωμένο με κρεβάτι και όπου κοιμόμαστε
- η επίπλωση του υπνοδωματίου, κυρίως το κρεβάτι με τα κομοδίνα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπνοδωμάτιο