κώνειο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κώνειο τα κώνεια
      γενική του κώνειου
κωνείου
των κώνειων
κωνείων
    αιτιατική το κώνειο τα κώνεια
     κλητική κώνειο κώνεια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κώνειο < αρχαία ελληνική κώνειον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κώνειο ουδέτερο

  1. (βοτανική, φυτό, λουλούδι) γένος ενδημικού στην Ελλάδα δήλητηριώδους φυτού (Conium maculatum)
  2. το δηλητήριο που παρασκευάζεται από το συγκεκριμένο φυτό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]