κώνωπας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κώνωπας | οι | κώνωπες |
γενική | του | κώνωπα | των | κωνώπων |
αιτιατική | τον | κώνωπα | τους | κώνωπες |
κλητική | κώνωπα | κώνωπες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κώνωπας < αρχαία ελληνική κώνωψ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈko.no.pas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κώ‐νω‐πας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κώνωπας αρσενικό
- (έντομο) το κουνούπι
- ※ Μάτην οἱ τάλανες ζητοῦν νὰ μάθουν τὴν αἰτίαν / − Βλέπω πετῶντα κώνωπα, βλέπω πετῶσαν μυῖαν! − (Γεώργιος Στρατήγης, Κλαίω−Γελώ)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κώνωπας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Έντομα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)