λαζαριστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαζαριστής αρσενικό
- (θρησκεία) καθολικός μοναχός του τάγματος του αγίου Βικεντίου με έδρα τη εκκλησία του αγίου Λαζάρου στο Παρίσι, που σκοπό έχει τη φροντίδα των αδυνάτων και την εξάπλωση της Καθολικής πίστης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Λάζαρος