λιποδιαλυτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιποδιαλυτός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική liposoluble
Επίθετο
[επεξεργασία]λιποδιαλυτός
- που διαλύεται σε λιπαρές ουσίες, που είναι διαλυτός μόνο ή κυρίως σε αυτές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λιποδιαλυτός