λοβοτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λοβοτομή θηλυκό
- (ιατρική): η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα σε πολλές χώρες, κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, σύμφωνα με την οποία οι μπροστινοί λοβοί αποκόπτονται με χειρουργική επέμβαση από το υπόλοιπο τμήμα του εγκεφάλου, προκειμένου να αντιμετωπιστούν διανοητικές διαταραχές και ψυχικές παθήσεις. Σήμερα η πρακτική αυτή επικρίνεται σφοδρά διότι οι ασθενείς χάνουν το μεγαλύτερο μέρος της συναισθηματικής τους ζωής.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τομή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)