λογοθεραπεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λογοθεραπεία < λογο- + -θεραπεία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική speech therapy)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λογοθεραπεία θηλυκό
- (ιατρική) μέθοδος αντιμετώπισης των διαταραχών λόγου (ομιλία, εκφορά, άρθρωση κ.λπ.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- λογοθεραπευτής
- λογοθεραπεύτρια
- → δείτε τις λέξεις λόγος και θεραπεύω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λογοθεραπεία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα λογο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θεραπεία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)