λούπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λούπα | οι | λούπες |
γενική | της | λούπας | — | |
αιτιατική | τη | λούπα | τις | λούπες |
κλητική | λούπα | λούπες | ||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λούπα < (άμεσο δάνειο) γαλλική loupe
- για την επαναλαμβανόμενη ενέργεια < (άμεσο δάνειο) αγγλική loop
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λούπα θηλυκό
- ειδικός μεγεθυντικός φακός που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία για τον έλεγχο των εκτυπώσεων
- επαναλαμβανόμενη ενέργεια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)