λούπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λούπα οι λούπες
      γενική της λούπας
    αιτιατική τη λούπα τις λούπες
     κλητική λούπα λούπες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λούπα < (άμεσο δάνειο) γαλλική loupe
για την επαναλαμβανόμενη ενέργεια < (άμεσο δάνειο) αγγλική loop

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λούπα θηλυκό

  1. ειδικός μεγεθυντικός φακός που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία για τον έλεγχο των εκτυπώσεων
  2. επαναλαμβανόμενη ενέργεια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]