μάλαξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάλαξη οι μαλάξεις
      γενική της μάλαξης* των μαλάξεων
    αιτιατική τη μάλαξη τις μαλάξεις
     κλητική μάλαξη μαλάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μαλάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μάλαξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μάλαξις < μαλάσσω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μάλαξη θηλυκό

  1. το μασάζ, η απαλή πίεση σαν ήπιο ζύμωμα στο μυϊκό σύστημα
    Ο γιατρός μου σύστησε μαλάξεις με ένα καλό φυσιοθεραπευτή
  2. (καρδιολογία) οι ειδικές πιέσεις που ασκούνται στο θώρακα σε συνδυασμό συνήθως με τεχνητή αναπνοή στην παροχή πρώτων βοηθειών σε επεισόδιο καρδιακής ανακοπής αλλά και οι μαλάξεις καρδιοχειρουργών απ' ευθείας στον καρδιακό μυ, σε ανοιχτό θώρακα
    Δεν ξέρω να κάνω καρδιακές μαλάξεις -φωνάξτε γιατρό!
  3. η θεραπευτική μέθοδος που συνίσταται στην εντριβή μερών του σώματος για τη διευκόλυνση της κυκλοφορίας του αίματος, τη χαλάρωση των μυών, τη σύσφιξη του δέρματος κ.ά.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]