μαλακωσιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαλακωσιά οι μαλακωσιές
      γενική της μαλακωσιάς των μαλακωσιών
    αιτιατική τη μαλακωσιά τις μαλακωσιές
     κλητική μαλακωσιά μαλακωσιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαλακωσιά < μαλακώνω + -ιά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ma.la.ko.ˈsça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐λα‐κω‐σιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαλακωσιά θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]