μελοδραματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μελοδραματισμός < μελοδραματ(ικός) + -ισμός < μελόδραμα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μελοδραματισμός αρσενικό
- η ψεύτικη και προσποιητή συμπεριφορά και αντίδραση σε κάτι, με υπερβολές και έντονη έκφραση συναισθημάτων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μελοδραματισμός
|