μερωνυμία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μερωνυμία οι μερωνυμίες
      γενική της μερωνυμίας των μερωνυμιών
    αιτιατική τη μερωνυμία τις μερωνυμίες
     κλητική μερωνυμία μερωνυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μερωνυμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική meronymy < αρχαία ελληνική μέρος + -ωνυμία (ὄνομα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μερωνυμία θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]