μοιρόγραφτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοιρόγραφτος η μοιρόγραφτη το μοιρόγραφτο
      γενική του μοιρόγραφτου της μοιρόγραφτης του μοιρόγραφτου
    αιτιατική τον μοιρόγραφτο τη μοιρόγραφτη το μοιρόγραφτο
     κλητική μοιρόγραφτε μοιρόγραφτη μοιρόγραφτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοιρόγραφτοι οι μοιρόγραφτες τα μοιρόγραφτα
      γενική των μοιρόγραφτων των μοιρόγραφτων των μοιρόγραφτων
    αιτιατική τους μοιρόγραφτους τις μοιρόγραφτες τα μοιρόγραφτα
     κλητική μοιρόγραφτοι μοιρόγραφτες μοιρόγραφτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοιρόγραφτος < μοίρα + -ο- + γραφτός

Επίθετο[επεξεργασία]

μοιρόγραφτος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]