μονογονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονογονία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική monogony < αρχαία ελληνική μόνος + γίγνομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονογονία θηλυκό
- (βιολογία) αναπαραγωγή χωρίς ζευγάρωμα οργανισμών (αρσενικού / θηλυκού)[1]
- η γέννηση ενός μόνο τέκνου σε έναν τοκετό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ 6.1. Η αναπαραγωγή στους μονοκύτταρους οργανισμούς, Αναπαραγωγή, Βιολογία Α΄ Γυμνασίου, ISBN 978-960-06-2657-5, ΥΤΙΕ Διόφαντος, [1]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)