μονόγαμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονόγαμος < ελληνιστική κοινή μονόγαμος
Επίθετο[επεξεργασία]
μονόγαμος, -η, -ο
- που έχει παντρευτεί μία μόνο φορά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονόγαμος
|