μονόγαμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόγαμος η μονόγαμη το μονόγαμο
      γενική του μονόγαμου της μονόγαμης του μονόγαμου
    αιτιατική τον μονόγαμο τη μονόγαμη το μονόγαμο
     κλητική μονόγαμε μονόγαμη μονόγαμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόγαμοι οι μονόγαμες τα μονόγαμα
      γενική των μονόγαμων των μονόγαμων των μονόγαμων
    αιτιατική τους μονόγαμους τις μονόγαμες τα μονόγαμα
     κλητική μονόγαμοι μονόγαμες μονόγαμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονόγαμος < ελληνιστική κοινή μονόγαμος

Επίθετο[επεξεργασία]

μονόγαμος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]