μπουκαλάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουκαλάκι τα μπουκαλάκια
      γενική
    αιτιατική το μπουκαλάκι τα μπουκαλάκια
     κλητική μπουκαλάκι μπουκαλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπουκαλάκι < μπουκάλι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπουκαλάκι ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]