ξείδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξείδι | τα | ξείδια |
γενική | του | ξειδιού | των | ξειδιών |
αιτιατική | το | ξείδι | τα | ξείδια |
κλητική | ξείδι | ξείδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξείδι < οξείδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική oxide / oxyde < αρχαία ελληνική ὄξος < αρχαία ελληνική ὀξύς
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξείδι ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- (παρωχημένο) ξύδι (λανθασμένη ετυμολογικώς γραφή)
- ξίδι
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Παρωχημένη γραφή της λέξεως ξίδι (βλ.λέξη).
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)