οπισθογραφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οπισθογραφώ < οπισθογράφηση, οπισθο-(-γράφηση) + -γραφώ (αναδρομικός σχηματισμός) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.pi.sθo.ɣɾaˈfo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐πι‐σθο‐γρα‐φώ

Ρήμα[επεξεργασία]

οπισθογραφώ, αόρ.: οπισθογράφησα, παθ.φωνή: οπισθογραφούμαι, π.αόρ.: οπισθογραφήθηκα, μτχ.π.π.: οπισθογραφημένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]