ορθοφροσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορθοφροσύνη < ορθοφρονώ + -οσύνη < αρχαία ελληνική ὀρθόφρων
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oɾ.θo.fɾoˈsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐θο‐φρο‐σύ‐νη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορθοφροσύνη θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορθοφροσύνη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -οσύνη (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)