οστεομετρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οστεομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteometry < (αρχαία ελληνική ὀστέον / ὀστοῦν) οστεο- + -μετρία (μέτρον)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.ste.o.meˈtɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐στε‐ο‐με‐τρί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οστεομετρία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- οστεομετρικός
- → δείτε τις λέξεις οστό και μέτρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οστεομετρία
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα οστεο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μετρία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)