οφειλετικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οφειλετικός η οφειλετική το οφειλετικό
      γενική του οφειλετικού της οφειλετικής του οφειλετικού
    αιτιατική τον οφειλετικό την οφειλετική το οφειλετικό
     κλητική οφειλετικέ οφειλετική οφειλετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οφειλετικοί οι οφειλετικές τα οφειλετικά
      γενική των οφειλετικών των οφειλετικών των οφειλετικών
    αιτιατική τους οφειλετικούς τις οφειλετικές τα οφειλετικά
     κλητική οφειλετικοί οφειλετικές οφειλετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οφειλετικός < οφειλέτης + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

οφειλετικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]