παρηγοριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρηγοριά | οι | παρηγοριές |
γενική | της | παρηγοριάς | των | παρηγοριών |
αιτιατική | την | παρηγοριά | τις | παρηγοριές |
κλητική | παρηγοριά | παρηγοριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρηγοριά < μεσαιωνική ελληνική παρηγοριά < αρχαία ελληνική παρηγορία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρηγοριά θηλυκό
- η απαλλαγή, η ανακούφιση από μια θλίψη, πόνο, κλπ.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αυτοπαρηγοριά
- αυτοπαρηγορούμαι
- παρηγορητής, παρηγορήτρια/παρηγορήτρα
- παρηγορητικός
- παρηγόρια
- παρηγοριέμαι
- παρήγορος
- παρηγορώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)