παρτιζάνικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρτιζάνικος η παρτιζάνικη το παρτιζάνικο
      γενική του παρτιζάνικου της παρτιζάνικης του παρτιζάνικου
    αιτιατική τον παρτιζάνικο την παρτιζάνικη το παρτιζάνικο
     κλητική παρτιζάνικε παρτιζάνικη παρτιζάνικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρτιζάνικοι οι παρτιζάνικες τα παρτιζάνικα
      γενική των παρτιζάνικων των παρτιζάνικων των παρτιζάνικων
    αιτιατική τους παρτιζάνικους τις παρτιζάνικες τα παρτιζάνικα
     κλητική παρτιζάνικοι παρτιζάνικες παρτιζάνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρτιζάνικος < παρτιζάνος + -ικος

Επίθετο[επεξεργασία]

παρτιζάνικος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]