πεκούνια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πεκούνι, πετούνια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα πεκούνια
      γενική των πεκουνιών
    αιτιατική τα πεκούνια
     κλητική πεκούνια
Οι καταλήξεις -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεκούνια < (άμεσο δάνειο) ιταλική pecunia (θηλυκό που θεωρήθηκε ουδέτερο πληθυντικού)[1] < λατινική pecunia < pecu

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /peˈku.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐κού‐νι‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεκούνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]