πετσετένιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πετσετένιος | η | πετσετένια | το | πετσετένιο |
γενική | του | πετσετένιου | της | πετσετένιας | του | πετσετένιου |
αιτιατική | τον | πετσετένιο | την | πετσετένια | το | πετσετένιο |
κλητική | πετσετένιε | πετσετένια | πετσετένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πετσετένιοι | οι | πετσετένιες | τα | πετσετένια |
γενική | των | πετσετένιων | των | πετσετένιων | των | πετσετένιων |
αιτιατική | τους | πετσετένιους | τις | πετσετένιες | τα | πετσετένια |
κλητική | πετσετένιοι | πετσετένιες | πετσετένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πετσετένιος, -α, -ο
- άλλη μορφή του πετσετέ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πετσέτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πετσετένιος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)