πιστοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πιστοποίηση | οι | πιστοποιήσεις |
γενική | της | πιστοποίησης* | των | πιστοποιήσεων |
αιτιατική | την | πιστοποίηση | τις | πιστοποιήσεις |
κλητική | πιστοποίηση | πιστοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πιστοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιστοποίηση < ελληνιστική κοινή πιστοποίησις < πιστοποιέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πιστοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πιστοποιώ, η επαλήθευση και γραπτή επικύρωση από έναν ανεξάρτητο φορέα με αναγνωρισμένη ικανότητα, σχετικά με το αν τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου ή οργανισμού ή προϊόντος, βρίσκονται σε συμφωνία με τις σχετικές απαιτήσεις.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιστοποίηση