πισωκολλητό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πισωκολλητό τα πισωκολλητά
      γενική του πισωκολλητού των πισωκολλητών
    αιτιατική το πισωκολλητό τα πισωκολλητά
     κλητική πισωκολλητό πισωκολλητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πισωκολλητό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πισωκολλητό < πίσω + κολλητός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pi.so.ko.liˈto/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πισωκολλητό ουδέτερο

  1. (χυδαίο) η στάση στο σεξ κατά την οποία το ένα άτομο βρίσκεται πίσω από το άλλο και διεισδύει σ' αυτό ενώ το άλλο άτομο δέχεται τη διείσδυση

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]