πνευματιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πνευματιστικός < πνευματιστής + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική spiritiste)
Επίθετο[επεξεργασία]
πνευματιστικός
- που έχει σχέση με τον πνευματισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πνευματιστικός