πρισματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πρισματικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πρισματικά
- → δείτε τη λέξη πρίσμα
πρισματικός, -ή, -ό