προσκαλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: προσκλαίω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσκαλώ < αρχαία ελληνική προσκαλέω / προσκαλῶ < πρός + καλέω / καλῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.skaˈlo/

Ρήμα[επεξεργασία]

προσκαλώ (παθητική φωνή: προσκαλούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]