πρωτύτερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρωτύτερος < μεσαιωνική ελληνική πρωτύτερος < πρῶτος + -ύτερος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾoˈti.te.ɾos/
Επίθετο
[επεξεργασία]πρωτύτερος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρωτύτερος
|