πυροδοτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pi.ɾo.ðo.tiˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
πυροδοτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την πυροδότηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυροδοτικός
|