πυροτεχνικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυροτεχνικός η πυροτεχνική το πυροτεχνικό
      γενική του πυροτεχνικού της πυροτεχνικής του πυροτεχνικού
    αιτιατική τον πυροτεχνικό την πυροτεχνική το πυροτεχνικό
     κλητική πυροτεχνικέ πυροτεχνική πυροτεχνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυροτεχνικοί οι πυροτεχνικές τα πυροτεχνικά
      γενική των πυροτεχνικών των πυροτεχνικών των πυροτεχνικών
    αιτιατική τους πυροτεχνικούς τις πυροτεχνικές τα πυροτεχνικά
     κλητική πυροτεχνικοί πυροτεχνικές πυροτεχνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυροτεχνικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

πυροτεχνικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]