ραμφοφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραμφοφόρος η ραμφοφόρα το ραμφοφόρο
      γενική του ραμφοφόρου της ραμφοφόρας του ραμφοφόρου
    αιτιατική τον ραμφοφόρο τη ραμφοφόρα το ραμφοφόρο
     κλητική ραμφοφόρε ραμφοφόρα ραμφοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραμφοφόροι οι ραμφοφόρες τα ραμφοφόρα
      γενική των ραμφοφόρων των ραμφοφόρων των ραμφοφόρων
    αιτιατική τους ραμφοφόρους τις ραμφοφόρες τα ραμφοφόρα
     κλητική ραμφοφόροι ραμφοφόρες ραμφοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ραμφοφόρος < ράμφ(ος) + -ο- + -φόρος (< φέρω)

Επίθετο[επεξεργασία]

ραμφοφόρος, -ος ή -α, -ο

  • αυτός που φέρει ράμφος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]