ρετσινάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ρετσινάτος
- που έχει ή περιέχει ρετσίνι
- (ουσιαστικοποιημένο) ρετσινάτο: κρασί που περιέχει ρετσίνι
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ρετσίνα