σαμαράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σαμαράς | οι | σαμαράδες |
γενική | του | σαμαρά | των | σαμαράδων |
αιτιατική | τον | σαμαρά | τους | σαμαράδες |
κλητική | σαμαρά | σαμαράδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sa.maˈɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐μα‐ράς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαμαράς αρσενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαμαράς
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σαμαράς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας