σαπουνόχορτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sa.puˈno.xoɾ.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐που‐νό‐χορ‐το
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαπουνόχορτο ουδέτερο
- (λαϊκό, βοτανική) φυτό που μπορεί να αφρίζει όταν έρχεται σε επαφή με το νερό και έχει την ικανότητα να αφαιρεί τους λεκέδες και άλλους ρύπους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαπουνόχορτο
|
Πηγές[επεξεργασία]
- σαπουνόχορτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)