σκολιότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκολιότης αἱ σκολιότητες
      γενική τῆς σκολιότητος τῶν σκολιοτήτων
      δοτική τῇ σκολιότητ ταῖς σκολιότησ(ν)
    αιτιατική τὴν σκολιότητ τὰς σκολιότητᾰς
     κλητική ! σκολιότης σκολιότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκολιότητε
γεν-δοτ τοῖν  σκολιοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκολιότης, ήδη τον 5ο αιώνα στον Ιπποκράτη < σκολιό(ς) + -της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκολιότης, -ητος θηλυκό

  1. σκολιότητα, κυρτότητα, καμπυλότητα
  2. ανισότητα
  3. (ελληνιστική σημασία)
    1. (μεταφορικά, για ανθρώπους) δυστροπία, απάτη, δόλος
    2. λοξή πορεία, η ελικοειδής στροφή ποταμού (στον πληθυντικό σκολιότητες)

Πηγές[επεξεργασία]