σκοταδιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκοταδιστικός < σκοταδιστής + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
σκοταδιστικός
- που έχει σχέση με τον σκοταδισμό ή τον σκοταδιστή ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκοταδιστικός