σκοταδιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκοταδιστικός η σκοταδιστική το σκοταδιστικό
      γενική του σκοταδιστικού της σκοταδιστικής του σκοταδιστικού
    αιτιατική τον σκοταδιστικό τη σκοταδιστική το σκοταδιστικό
     κλητική σκοταδιστικέ σκοταδιστική σκοταδιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκοταδιστικοί οι σκοταδιστικές τα σκοταδιστικά
      γενική των σκοταδιστικών των σκοταδιστικών των σκοταδιστικών
    αιτιατική τους σκοταδιστικούς τις σκοταδιστικές τα σκοταδιστικά
     κλητική σκοταδιστικοί σκοταδιστικές σκοταδιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκοταδιστικός < σκοταδιστής + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

σκοταδιστικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]