σκούνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκούνα | οι | σκούνες |
γενική | της | σκούνας | των | σκουνών |
αιτιατική | τη | σκούνα | τις | σκούνες |
κλητική | σκούνα | σκούνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκούνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική scuna < αγγλική schooner
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκούνα θηλυκό
- ιστιοφόρο, συνήθως με δύο κατάρτια από τα οποία το πρυμναίο κατάρτι είναι λίγο ψηλότερο (και συνήθως με τραπεζοειδές πανί) από το πλωραίο (που έχει συνήθως τριγωνικό πανί) και πολλές φορές έχει και τρίτο μικρότερο κατάρτι στην πρύμνη, με τριγωνικό πανί, για ιστιοδρομία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)