στίμμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | στίμμῐ | τὰ | στίμμη - στίμμεᾰ | ||||
γενική | τοῦ | στίμμῐος - στίμμεως & στίμμιδος |
τῶν | στιμμέων | ||||
δοτική | τῷ | στίμμει | τοῖς | στίμμεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | στίμμῐ | τὰ | στίμμη - στίμμεᾰ | ||||
κλητική ὦ! | στίμμῐ | στίμμη - στίμμεᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στίμμει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | στιμμέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'στίμμι' όπως «στίμμι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στίμμι < αρχαία αιγυπτιακή stm
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στίμμι ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή, κοσμετολογία) αντιμόνιο (με θείο, με το οποίο οι γυναίκες έβαφαν για καλλωπιστικούς λόγους τα μάτια τους)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- στίμμι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'στίμμι' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'στίμμι' εξαιρέσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'στίμμι' παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία αιγυπτιακά (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Κοσμετολογία (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)