στρατολόγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στρατολόγηση | οι | στρατολογήσεις |
γενική | της | στρατολόγησης* | των | στρατολογήσεων |
αιτιατική | τη | στρατολόγηση | τις | στρατολογήσεις |
κλητική | στρατολόγηση | στρατολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στρατολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρατολόγηση < στρατολογώ + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρατολόγηση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η ενέργεια ή η διαδικασία του στρατολογώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρατολόγηση