στόμιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στόμιο τα στόμια
      γενική του στομίου
στόμιου
των στομίων
    αιτιατική το στόμιο τα στόμια
     κλητική στόμιο στόμια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στόμιο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στόμιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]