συμπαραγωγή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπαραγωγή οι συμπαραγωγές
      γενική της συμπαραγωγής των συμπαραγωγών
    αιτιατική τη συμπαραγωγή τις συμπαραγωγές
     κλητική συμπαραγωγή συμπαραγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμπαραγωγή (μαρτυρείται από το 1859) [1] < συμ- + παραγωγή, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική coproduction [2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sim.ba.ɾa.ɣoˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπα‐ρα‐γω‐γή
παλιότερος συλλαβισμός: συμ‐πα‐ρα‐γω‐γή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συμπαραγωγή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 946, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. συμπαραγωγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας