συρματουργείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συρματουργείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συρματουργ(εῖον) + -είο. Μορφολογικά αναλύεται σε σύρμα, συρματ- + -ουργείο.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /siɾ.ma.tuɾˈʝi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συρ‐μα‐τουρ‐γεί‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συρματουργείο ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις σύρμα και έργο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συρματουργείο
→ δείτε τη λέξη συρματοποιείο |
Πηγές[επεξεργασία]
- συρματουργείο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -είο (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ουργείο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)