σχετίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σχετίζω < σχετ(ικός) + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική être en relations ή mettre en relation)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sxeˈti.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

σχετίζω (παθητική φωνή: σχετίζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]