σύγαμπρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύγαμπρος < (ελληνιστική κοινή) σύγγαμβρος < σύγ- + γαμβρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύγαμπρος αρσενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σύγαμπρος